Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… … Dictionary of Greek
ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
αυστραλιανή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από το μαυριδερό χρώμα της επιδερμίδας της, το δασύ τρίχωμα του σώματος και τα κυματιστά ή σγουρά μαλλιά. Οι Αυστραλιανοί είναι υπερβολικά δολιχοκέφαλοι (κεφαλικός δείκτης 73)· η μύτη τους είναι πλατιά και… … Dictionary of Greek